- παχυδάκτυλος
- πᾰχυ-δάκτῠλος, ον,A thick-fingered, Polem.Phgn.86.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παχυδάκτυλος — η, ο / παχυδάκτυλος, ον ΝΑ αυτός που έχει παχιά δάκτυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + δάκτυλος (πρβλ. τετρα δάκτυλος)] … Dictionary of Greek
παχυδάκτυλοι — παχυδάκτυλος thick fingered masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek